- ὑπερμιξολύδιος
- ὑπερμιξολύδιος [pron. full] [λῡ], ον,A higher than the mixo-Lydian,
ἁρμονία Ath. 14.625d
;τόνος Cleonid.Harm.12
; -λύδια, τά, ib.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁρμονία Ath. 14.625d
;τόνος Cleonid.Harm.12
; -λύδια, τά, ib.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπερμιξολύδιος — ὑπερμιξολύ̱διος , ὑπερμιξολύδιος higher than the mixo Lydian masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερμιξολύδιος — ον, Α μουσ. αυτός που έχει συντεθεί κατά μουσικό τρόπο οξύτερο τού μιξολυδίου («ὑπερμιξολύδιον ἁρμονίαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μιξολύδιος (ἁρμονία) «ένας από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους»] … Dictionary of Greek
ὑπερμιξολύδιον — ὑπερμιξολύ̱διον , ὑπερμιξολύδιος higher than the mixo Lydian masc/fem acc sg ὑπερμιξολύ̱διον , ὑπερμιξολύδιος higher than the mixo Lydian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμιξολυδίου — ὑπερμιξολῡδίου , ὑπερμιξολύδιος higher than the mixo Lydian masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμιξολύδια — ὑπερμιξολύ̱δια , ὑπερμιξολύδιος higher than the mixo Lydian neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)